- μιμίαμβος
- Μίμος γραμμένος σε στίχους σκάζοντας ή χωλιάμβους, που διηγείται με χιουμοριστικό τρόπο επεισόδια από την καθημερινή ζωή του λαού. Ο καλύτερος συγγραφέας μ. στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία ήταν ο Ηρώνδας, που τον μιμήθηκε και ο Λατίνος Γναίος Μάττιος. Δώδεκα αποσπάσματα από το έργο του Μαετία έβαλε ο Κρούσιος στο τέλος της έκδοσης του Ηρώνδα.
* * *ο (Α μιμίαμβος)(αρχ. μετρ.) φιλολογικό είδος το οποίο παρουσιάζει με εύθυμο τρόπο σκηνές τής καθημερινής ζωής σε χωλιαμβικό μέτρο και τού οποίου δημιουργός θεωρείται ο Σώφρων ο Συρακούσιος, ενώ κυριότερος εκπρόσωπός του ο Ηρώνδας ο Κώος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος + ἴαμβος].
Dictionary of Greek. 2013.